ἐξορύξῃ

ἐξορύξῃ
ἐξορύσσω
dig out
aor subj mid 2nd sg
ἐξορύσσω
dig out
aor subj act 3rd sg
ἐξορύσσω
dig out
fut ind mid 2nd sg
ἐξορύ̱ξῃ , ἐξορύσσω
dig out
aor subj mid 2nd sg
ἐξορύ̱ξῃ , ἐξορύσσω
dig out
aor subj act 3rd sg
ἐξορύ̱ξῃ , ἐξορύσσω
dig out
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξόρυξη — η 1. εκσκαφή, ξέχωμα, απόσπαση πράγματος από το βάθος της γης: Εξόρυξη πετροκάρβουνου. 2. απόσπαση από οπουδήποτε, βγάλσιμο: Εξόρυξη ματιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξόρυξη — η (AM ἐξόρυξις) [εξορύσσω] 1. η εκσκαφή, η εξαγωγή μεταλλεύματος ή πετρώματος από το υπέδαφος 2. η βίαιη εξαγωγή τών οφθαλμών, η τύφλωση νεοελλ. η χειρουργική αφαίρεση τού οφθαλμικού βολβού …   Dictionary of Greek

  • Bergbau und Metallgewinnung auf der Insel Thasos — Bergbau und Erzverhüttung auf der Insel Thasos weisen eine sehr lange und bemerkenswerte Geschichte auf. Diese reicht mit langzeitigen Unterbrechungen von der Jungsteinzeit bis in das 2. Jahrtausend unserer Zeitrechnung. Beginnend mit der… …   Deutsch Wikipedia

  • λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… …   Dictionary of Greek

  • Κορνουάλη — (Cornwall). Κομητεία (3.559 τ. χλμ., 499.400 κάτ. το 2001) της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται Α της κομητείας Ντέβον. Στα ΒΔ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό και στα Ν από τη θάλασσα της Μάγχης. Η κομητεία, πρωτεύουσα της οποίας είναι η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • Μποτσουάνα — Κράτος της νότιας Αφρικής. Συνορεύει Β και Δ με τη Nαμίμπια, τα ΒΑ με τη Ζιμπάμπουε, τα Ν και ΝΑ με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Tο κράτος της Μ., που πριν ανακτήσει την ανεξαρτησία του από τη Βρετανία ονομαζόταν Mπετσουαναλάνδη (Betchuanaland) …   Dictionary of Greek

  • Ναούρου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον νότιο Ειρηνικό, νότια των Νήσων Μάρσαλ, δυτικά των νησιών Γκίλμπερτ (Kιριμπάτι), στη γραμμή σχεδόν του Ισημερινού.Η χώρα διαιρείται σε 14 περιοχές (πληθυσμιακά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα): Άιβο (Aiwo),… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Γη — I (Newfoundland). Νησί (112.300 τ. χλμ., 175.500 κάτ.) του ανατολικού Καναδά, στον Ατλαντικό ωκεανό, μεταξύ των χερσονήσων του Λαμπραντόρ προς Β Δ και της Νέας Σκοτίας προς Ν Δ. Παρουσιάζει βαθιούς μυχούς, κατά ένα μέρος παγετωνικής προέλευσης,… …   Dictionary of Greek

  • εκμετάλλευση — και εκμετάλλεψη, η 1. εξόρυξη μεταλλεύματος από μεταλλείο 2. εξόρυξη πετρωμάτων, πετρελαίου κ.λπ. 3. κάθε επιχείρηση που αποβλέπει στο κέρδος από την παραγωγή και πώληση των προϊόντων («εκμετάλλευση δάσους») 4. επιδίωξη κέρδους από κοινωνικό… …   Dictionary of Greek

  • εξορυκτικός — ή, ό σχετικός με την εξόρυξη ή κατάλληλος και ικανός για εξόρυξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”